ωοζωοτόκα

ωοζωοτόκα
Ζώα, των οποίων η αναπαραγωγή γίνεται με αβγά που, αντί να τοποθετηθούν κάπου έως την εκκόλαψή τους, παραμένουν στον μητρικό ωαγωγό: κατ’ αυτόν τον τρόπο τα αβγά αποφεύγουν τους κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζουν γενικά μετά τη γέννησή τους. Για την ανάπτυξη του εμβρύου χρησιμοποιούνται οι θρεπτικές ουσίες του αβγού, χωρίς καμιά βοήθεια από μέρους της μητέρας· αυτή, αφού προστατεύσει το αβγό που περιέχει το έμβρυο, γεννά τα ήδη σχηματισμένα μικρά, όπως γίνεται στα ζωοτόκα ζώα. Ω. είναι πολυάριθμα έντομα, διάφορα ψάρια και μερικά ερπετά, όπως ο τύφλωψ και η έχιδνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • οχιά — (vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 …   Dictionary of Greek

  • ψαριά — Σύμφωνα με τις σύγχρονες ταξινομήσεις, τα ψ. αποτελούν μια υπερκλάση η οποία περιλαμβάνει τα σπονδυλωτά που είναι προσαρμοσμένα στην υδρόβια ζωή. Στα επιστημονικά συγγράμματα αναφέρονται και με την ονομασία ιχθύες. Από αυτά μελετήθηκαν έως σήμερα …   Dictionary of Greek

  • ωοζωοτόκος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωοζωοτοκία 2. (συν. το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωοζωοτόκα βιολ. τα ζώα που πολλαπλασιάζονται με ωοζωοτοκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + ζωοτόκος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… …   Dictionary of Greek

  • καλλιφόρα — (Calliphora).Γένος βραχύκερων δίπτερων εντόμων, που περιλαμβάνεται στην οικογένεια των καλλιφοριδών. Τα άτομα του γένους κ. τρέφονται κυρίως από σάρκες. Μερικά είδη είναι ωοζωοτόκα και άλλα είναι ζωοτόκα, επειδή γεννούν ζωντανές προνύμφες. Στα… …   Dictionary of Greek

  • ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”